- ἀνυποταξίας
- ἀνυποταξίᾱς , ἀνυποταξίαindisciplinefem acc plἀνυποταξίᾱς , ἀνυποταξίαindisciplinefem gen sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ανυπότακτος, -η, -ο — και χτος, η, ο 1. αυτός που δεν υποτάσσεται, απειθάρχητος, ανυπάκουος: Το Σούλι είχε μείνει ανυπόταχτο στους Τούρκους. 2. (στρατολ.), αυτός που δεν παρουσιάστηκε εμπρόθεσμα για κατάταξη στο στρατό: Οι ανυπότακτοι τιμωρούνται με πρόσθετη… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κρούσμα — το, ατος 1. κάθε περίπτωση προσβολής ατόμου από κάποια επιδημική ασθένεια: Σημειώθηκαν δύο κρούσματα χολέρας. 2. κάθε παράβαση του ποινικού ή και του άγραφου ηθικού νόμου, και μάλιστα όταν οι περιπτώσεις αυτές είναι αλλεπάλληλες: Έχουμε πολλά… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)